ΤΙΤΛΟΙ

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Επιστολή-καταπέλτης της κυβέρνησης στην EE για την Cosco

Οι όροι της σύμβασης και οι όποιες θεσμικές προβλέψεις νομοθετήθηκαν για την παραχώρηση των σταθμών μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων ΙΙ και ΙΙΙ του ΟΛΠ δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτούς όλων των μεγάλων συμβάσεων παραχώρησης που έγιναν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

Με αυτή την απάντηση αλλά και πολυσέλιδη επιχειρηματολογία απαντά η κυβέρνηση στις ερωτήσεις της επιτροπής ανταγωνισμού της ΕΕ για το κατά πόσον η Cosco απολαμβάνει προνόμια που έρχονται σε αντίθεση με της αρχές του ανταγωνισμού.

Την επιστολή απέστειλε χθες το υπουργείο Οικονομικών και την συνέταξαν οι νομικές υπηρεσίες του μαζί αυτές του υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου.

Η Κομισιόν σε μια κίνηση που προκαλεί εντονότατη και δικαιολογημένη δυσφορία θέτει εν αμφιβόλω το καθεστώς της παραχώρησης ακριβώς την χρονική στιγμή που το δημόσιο επιχειρεί να δρομολογήσει την παραχώρηση λιμένων.

Επίσης διακυβεύει το δεδηλωμένο σύμφωνα με πολύ καλά πληροφορημένες πηγές της κυβέρνησης και των συμβούλων της, Morgan Stanley και Τραπέζης Πειραιώς, αυξημένο ενδιαφέρον επενδυτών για τουλάχιστον 7 ελληνικούς λιμένες.

Η Κομισιόν αμφισβητεί τη συμβατότητα με το δίκαιο ανταγωνισμού των όρων για το αντάλλαγμα που αποδίδει ο ΟΛΠ στο δημόσιο που του έχει παραχωρήσει την έκσταση αλλά και τα προνόμια που αποκτήθηκαν με τον νόμο του 1959/1950 και ζητά να υπολογισθεί πόση θα ήταν η ετήσια επιβάρυνση της ανώνυμης εταιρείας αν δεν υπαγόταν στις προβλέψεις αυτές.

Είναι αυτονόητο στον επενδυτικό κόσμο ότι χωρίς ανταγωνιστικές ρυθμίσεις το ενδιαφέρον για μια ιδιωτικοποίηση είναι περιορισμένο.

Έτσι κύκλοι που παρακολουθούν τις εξελίξεις διατυπώνουν την απορία τους γιατί δεν αφυπνίστηκε η επιτροπή ανταγωνισμού όταν παραχωρήσεις αναλάμβαναν στο παρελθόν στη χώρα ευρωπαϊκές εταιρείες, μεγάλες κατασκευαστικές από τη Γαλλία και άλλες.

Το μεσοπρόθεσμο προβλέπει την αξιοποίηση των λιμενικών υποδομών το 2013 και την εισροή των σχετικών εσόδων το 2014.

Η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και η προκήρυξη αναμένεται το Μάρτιο και όχι τώρα όπως το καλοκαίρι είχε σχεδιαστεί.

Για την καθυστέρηση αυτή, αυτονόητα, είναι πλέον υπεύθυνες και οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές.

Αναλυτικότερα η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στην Commision υπόμνημα με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας επί της από 11ης Ιουλίου 2012 απόφασης C(2012) 4217 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία άνοιξε την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το Άρθρο 108(2) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.28876 (CP 202/2009) αναφορικά με την εταιρεία «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.» («ΣΕΠ») και την εταιρεία «COSCO Pacific Limited» («CPL»).

Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν προκαταρκτικής έρευνας η οποία αφορούσε τους όρους της από 25ης Νοεμβρίου 2008 σύμβασης παραχώρησης μεταξύ του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, της ΣΕΠ και της CPL («Σύμβαση Παραχώρησης»), καθώς και ορισμένες διατάξεις οι οποίες είχαν τεθεί στο Νόμο 3755/2009, ο οποίος κύρωσε αυτή τη Σύμβαση Παραχώρησης.
Η καταγγελία Μίχα

Η έρευνα ξεκίνησε έπειτα από επιστολή που απέστειλε στις 30 Απριλίου 2009 ο Νομάρχης Πειραιά, Γιάννης Μίχας, με την οποία υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή ισχυριζόμενος ότι το ελληνικό κράτος χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στον νέο παραχωρησιούχο  ενός  τμήματος του λιμένα Πειραιά, την εταιρεία Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε., θυγατρική ειδικού σκοπού της COSCO Pacific Limited. Η  εικαζόμενη ενίσχυση χορηγήθηκε υπό μορφή φορολογικών  απαλλαγών και με την  εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων στη σύμβαση παραχώρησης μετά την υποβολή των προσφορών.
Η καταγγελία της ΟΜΥΛΕ

Στις 7 Μαΐου 2009, η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδας έστειλε επιστολή με την οποία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την εικαζόμενη παροχή από το ελληνικό κράτος φορολογικών απαλλαγών στον ΣΕΠ. Με επιστολή της 31ης Αυγούστου 2009, η Ομοσπονδία Υπαλλήλων  Λιμανιών Ελλάδας επιβεβαίωσε ότι η αρχική της επιστολή έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως καταγγελία και ισχυρίστηκε ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών, αλλά και με την προσθήκη ευνοϊκών διατάξεων στη σύμβαση παραχώρησης.

Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνάς της, η Επιτροπή απηύθυνε ορισμένες ερωτήσεις στις ελληνικές αρχές την 14η Οκτωβρίου 2009 και την 27η Οκτωβρίου 2010. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν αντίστοιχα τον Ιανουάριο του 2010 και την 1η Φεβρουαρίου 2011.
Τι ψάχνει η Επιτροπή

Με την Απόφαση, η Επιτροπή έκλεισε την έρευνά της σε σχέση με τα κατωτέρω ζητήματα τα οποία είχε θέσει στις ελληνικές αρχές με βάση ότι αυτά τα ζητήματα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση:

(i) ορισμένες διαφορές μεταξύ της Σύμβασης Παραχώρησης και της διακήρυξης του διαγωνισμού·
(ii) ορισμένες διατάξεις του Νόμου 3755/2009:

* την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ εντός της 60-ήμερης περιόδου σύμφωνα με το Άρθρο 2(4)·
* το επιτόκιο που εφαρμόζεται στην καθυστερημένη επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου με βάση το Άρθρο 2(4)· και
* την απαλλαγή από το φόρο εταιρειών η οποία ισχύει για αγαθά, έργα και υπηρεσίες που παρέχονται στη ΣΕΠ εκτός Ελλάδος σύμφωνα με το Άρθρο 2(7).

Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σε σχέση με υποτιθέμενη κρατική ενίσχυση η οποία προκύπτει από ορισμένες άλλες διατάξεις των Άρθρων 2 και 3 του Νόμου 3755/2009 και συνεπώς κάλεσε τις ελληνικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.
Τι απαντούν οι ελληνικές αρχές

Συνοπτικά, οι ελληνικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι φορολογικές διατάξεις που προβλέπονται στα Άρθρα 2 και 3 του Νόμου 3755/2009 δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης καθώς, όπως έχει ήδη εξηγηθεί, δεν εισάγουν ειδικά μέτρα που ισχύουν επιλεκτικά για τον ΣΕΠ, ούτε απονέμουν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα σε αυτήν. Οι ως άνω φορολογικές διατάξεις αποτελούν την ατομική εφαρμογή του γενικού καθεστώτος, το οποίο η Ελλάδα έχει συστηματικά εφαρμόσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως εγγενές μέρος του ελληνικού φορολογικού συστήματος σε σχέση με όλες τις παραχωρήσεις έργων δημόσιας υποδομής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των παραχωρήσεων αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις αρχές του ελληνικού φορολογικού συστήματος.

Η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας με βάση την προκαταρκτική άποψή της ότι οι φορολογικές διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται στο Νόμο 3755/2009 πληρούν τα τέσσερα κριτήρια για την εφαρμογή του Άρθρου 107(1) της ΣΛΕΕ:

- τη χορήγηση κρατικών πόρων·
- την ύπαρξη πλεονεκτήματος· 
- τον επιλεκτικό χαρακτήρα· και
-  τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την επίδραση στο εμπόριο.
Περί κρατικών πόρων

Στην παράγραφο 94 της Απόφασης, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι φορολογικές διατάξεις του Νόμου 3755/2009 οδηγούν σε απώλεια φορολογικών εσόδων για τo ελληνικό δημόσιο και, συνεπώς, συνιστούν τη χορήγηση κρατικών πόρων.

Ωστόσο, αυτό το κριτήριο δεν πληρούται σε σχέση με καθεμία από αυτές τις διατάξεις. Για παράδειγμα, η επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δε συνιστά κρατικούς πόρους και, κατά συνέπεια, η καταβολή τόκων υπερημερίας για την καθυστέρηση σε περιπτώσεις τέτοιας επιστροφής (με βάση το Άρθρο 2(4) του Νόμου 3755/2009) δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει τη χορήγηση κρατικών πόρων.
                                       
«Δεν υπάρχει πλεονέκτημα»

Η Επιτροπή έχει αμφιβολίες ως προς το εάν το Άρθρο 107(1) της ΣΛΕΕ τυγχάνει ή όχι εφαρμογής στις φορολογικές διατάξεις του Νόμου 3755/2009, στο βαθμό που αυτός θα χορηγούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα στη ΣΕΠ. Η Επιτροπή παραθέτει στην Απόφαση την προκαταρκτική ανάλυσή της ως προς το ζήτημα αυτό.

Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι η προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες φορολογικές διατάξεις δεν παρέχουν πλεονέκτημα στη ΣΕΠ και ότι αποτελούν μέρος ενός γενικού μέτρου το οποίο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, και ότι επομένως αυτές οι διατάξεις δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του Άρθρου 107(1) της ΣΛΕΕ.
Οι παρατηρήσεις του δημοσίου

Στις παρατηρήσεις τους προς την Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση, οι ελληνικές αρχές επεδίωξαν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα ζητήματα που είχε εγείρει η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξουν ότι οι φορολογικές διατάξεις του Νόμου 3755/2009 δεν προκαλούν τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του Άρθρου 107(1) της ΣΛΕΕ. Μεταξύ άλλων, στις παρατηρήσεις τους, οι ελληνικές αρχές εξήγησαν ότι:

- αυτές οι φορολογικές διατάξεις αποτελούν μέρος ενός γενικού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται σε όλα τα δημόσια έργα υποδομής·

- ο στόχος του γενικού αυτού καθεστώτος είναι η μη διακριτική εφαρμογή του φορολογικού συστήματος σε δημόσια έργα υποδομής·

- ο Έλληνας νομοθέτης εφαρμόζει αυτό το γενικό καθεστώς συστηματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 προκειμένου να διασφαλίσει ότι, υπό το φως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των δημοσίων έργων υποδομής, η φορολογική μεταχείριση των επιχειρήσεων που υλοποιούν τέτοια έργα λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία τις διαφοροποιούν από άλλες επιχειρήσεις οι οποίες εμπλέκονται σε άλλες κατηγορίες οικονομικής δραστηριότητας·

- αυτό το γενικό καθεστώς εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ανατίθεται η υλοποίηση τέτοιων έργων σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, μέσω ανοιχτών και αμερόληπτων διαγωνιστικών διαδικασιών και υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού· και

- σε αυτή τη βάση, οι επίμαχες φορολογικές διατάξεις δεν προσπορίζουν οποιοδήποτε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, το οποίο έχει τέτοιο επιλεκτικό χαρακτήρα που θα προκαλούσε την χορήγηση κρατικής ενίσχυσης.


Πηγή:www.capital.gr

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΣΙΓΑ ΤΟ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ,ΠΟΛΥ FETIH 1453 ΒΛΕΠΕΤΕ.